- κατάρρησις
- κατάρρησις, ἡ (AM)συκοφαντία, διαβολήαρχ.1. κατηγορία2. καταδίκη3. κριτική, σχόλιο, αξιολόγηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ρρησις (< ῥῆσις < εἴρω[ΙΙ] «ομιλώ»), πρβλ. αντί-ρρησις, πρό-ρρησις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάρρησις — accusation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεις — κατάρρησις accusation fem nom/voc pl (attic epic) κατάρρησις accusation fem nom/acc pl (attic) καταρρέω flow down aor subj act 2nd sg (epic) καταρρέω flow down fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεσιν — κατάρρησις accusation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρρησιν — κατάρρησις accusation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεων — καταρρήσεω̆ν , κατάρρησις accusation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσεως — καταρρήσεω̆ς , κατάρρησις accusation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρήσῃ — καταρρήσηι , κατάρρησις accusation fem dat sg (epic) καταρρέω flow down aor subj mid 2nd sg καταρρέω flow down aor subj act 3rd sg καταρρέω flow down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)